υψηλαυχενία

υψηλαυχενία
και εσφ. γρφ
ύψηλαυχένεια, ἡ, Α [ὑψηλαύχην, -ενος]
1. το να κρατά κανείς ψηλά τον αυχένα
2. το να βαδίζει κανείς αγέρωχα
3. μτφ. περηφάνια, έπαρση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”